Είναι κάτι μέρες, που μου έρχονται στο μυαλό παλιές καλές εποχές στο ραδιόφωνο.
Τέλη δεκαετίας του 80, όταν είναι η άνθιση της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας στο φόρτε της, όταν οι παλαιοί «ραδιοπειρατές» περνούν από το χώρο της «παρανομίας», στο χώρο των νομίμων ραδιοσταθμών. Κοντά στα 40 χρόνια από τότε, και η «μπάντα» των FM είναι πλέων ασφυκτικά γεμάτη από διάφορους σταθμούς.
Ενημερωτικούς, ψυχαγωγικούς – μουσικούς, εκκλησιαστικούς, πολιτιστικούς κλπ.
Ένα σωρό κατηγορίες ραδιοφώνων στην διάθεση των ακροατών, οι οποίοι περίμεναν και περιμένουν πολλά από το ραδιόφωνο.
Έτσι, στις αρχές είχαμε ραδιόφωνα με πλήρες «ζωντανό» πρόγραμμα, το οποίο άρχισε όμως να αντικαθίσταται από τους υπολογιστές.
Οι περισσότεροι σταθμοί σταμάτησαν την συνεργασία τους με ραδιοφωνικούς παραγωγούς, και το γύρισαν στην play list του υπολογιστή.
Τραγούδια χαρακτηριζόμενα ως «επιτυχίες», και καταιγισμός διαφημίσεων οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις κάθε άλλο παρά το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού προκαλούν, είναι πια το πρόγραμμα του μεγαλύτερου αριθμού των ραδιοφώνων στην Ελλάδα.
Και ο κόσμος εκεί που είχε το δικό του σταθμό να του κρατά συντροφιά, εκεί που άκουγε καμιά κουβέντα, και κανένα τραγούδι της προκοπής, τώρα είναι υποχρεωμένος να ακούει τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια τραγούδια, με διαφορετική σειρά, πάνω από δέκα φορές την μέρα. Σε όποιο ραδιόφωνο και αν γυρίσει. Και ψάχνει, ψάχνει να βρει κάτι που να του θυμίζει τα παλιά. Ακόμα και οι νέοι, ψάχνουν για να ακούσουν κάτι σωστό, πέρα από τα όποια ανυπάρκτου επιπέδου ακούσματα που μέσα σε αυτά χάνονται τα καλά τραγούδια. Με λίγα λόγια, δεν έχουμε πλέων εκπομπές λόγου.
Και όσα από τα ραδιόφωνα έχουν τέτοιες, οι περισσότερες είναι ανύπαρκτου επιπέδου, γιατί οι όποιοι «παραγωγοί» και γνώση δεν έχουν γύρω από την μουσική, την μουσική ε, όχι τα «σουξέ», αλλά και όταν επιχειρούν να κάνουν την όποια «ενημέρωση», πολύ απλά παίρνουν μπροστά τους μια εφημερίδα είτε πολιτική είτε κουτσομπολίστικη και ότι βρουν ενδιαφέρον (κατά τα δικά τους δεδομένα πάντα) το διαβάζουν χωρίς καν να αναφέρουν την «πηγή» της είδησης, του κουτσομπολιού. Ευτυχώς που μέσα σε αυτόν τον κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.
Υπάρχουν αξιόλογες προσπάθειες το ραδιόφωνο να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία. Βέβαια, και πάλι δε λείπει ο υπολογιστής, αλλά δεν είναι σε εικοσιτετράωρη βάση, και όχι μόνο αυτό, αλλά έχω ακούσει λίστες με παλιά καλά τραγούδια.
Ας δούμε όμως γιατί δεν έχουμε ζωντανές εκπομπές, γιατί δεν έχουμε παραγωγούς όπως παλιά. Κάποιοι λένε ότι δεν υπάρχουν πια άτομα που να μπορούν να κάνουν εκπομπές.
Δεν υπάρχει «ενδιαφέρον». Δεν λένε όμως το βασικό. Οι ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ. Όταν κάποιος πάει να εργαστεί σαν ραδιοφωνικός παραγωγός, το πρώτο που ακούει είναι «Φέρε έναν η δυο χορηγούς για την εκπομπή σου για να πληρωθείς». Βάσει λοιπόν αυτής της λογικής, ο παραγωγός πρέπει να είναι και διαφημιστής αλλιώς δεν πρόκειται να πληρωθεί.
Θα πρέπει να φέρει έτοιμα χρήματα στον ιδιοκτήτη του σταθμού, ο οποίος αντί να έχει διαφημιστικό τμήμα, και να πληρώνει όπως πρέπει τους ανθρώπους που στηρίζουν το πρόγραμμα του σταθμού, περιμένει να πάρει, χωρίς ουσιαστικά να δώσει τίποτα.
Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που δεν έχουμε πλέων εκπομπές.
Κανείς δεν πάει να εργαστεί για χόμπι, και από την στιγμή που η επιχείρηση εκμεταλλεύεται το χρόνο του παραγωγού προς το οικονομικό της όφελος, πρέπει να τον πληρώνει.
Αλλά, όλοι θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους στο τζάμπα.
Για αυτό το λόγο πολλοί κοιτούν να βάλουν πίσω από ένα μικρόφωνο κάποιο νεαρό άτομο που να έχει το «ψώνιο» και να μη ζητάει χρήματα.
Έτσι κατάντησε σήμερα το ραδιόφωνο. Για αυτό το λόγω και ο κόσμος ψάχνει συνέχεια το κάτι άλλο, το διαφορετικό, το ανθρώπινο, αυτό που οι επιχειρηματίες ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών δεν του το δίνουν.